- κεραμῖδας
- κεραμίςroof-tilefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραμιδάς — ο [κεραμίδι] 1. κεραμοποιός 2. εργάτης ειδικευμένος στην κατασκευή στέγης από κεραμίδια … Dictionary of Greek
κεραμιδάς — ο κεραμέας ή εργάτης ειδικός στη στέγαση των σπιτιών με κεραμίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμίδας — κεραμίς roof tile fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραμιδάς, Τριαντάφυλλος — (Ψαχνά Ευβοίας 1890 – Αθήνα 1963). Οικονομολόγος και μαθηματικός, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτορας. Αργότερα, ως υπότροφος… … Dictionary of Greek
κεραμιδάδικο — το [κεραμιδάς] κεραμοποιείο … Dictionary of Greek
παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ … Dictionary of Greek
κεραμοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κεραμίδια, κεραμιδάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)